Ενώ όλα κυλούσαν ήρεμα και ομαλά, ξαφνικά η Ιοκάστη άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες με μοναδική ταχύτητα. «Γιατί τέτοια βιασύνη; Τι έγινε; Ξέχασες κάτι να διαβάσεις;» την ρώτησε ο πατέρας της. Η Ιοκάστη λαχανιασμένη απάντησε πως είχε αργήσει μια ώρα, αφού ήταν 8:00! «Ω γλυκιά μου, άλλαξε η ώρα χθες. Είναι ακόμα 7:00.»,την καθησύχασε ο πατέρας. Η Ιοκάστη χαμογέλασε ανακουφισμένη και ξεκίνησε να τρώει τα δημητριακά της, που είχαν σχήμα ρολογιού.
Στην οικογένειά της αλλά και γενικότερα σε όλη την Ωρολογούπολη, όπου έμεναν, είχαν μια ιδιαίτερη αγάπη- λατρεία θα μπορούσαμε να πούμε- για τα ρολόγια. Το σπίτι της Ιοκάστης είχε τοίχους γεμάτους ρολόγια και χρονόμετρα, τα οποία τα είχε κατασκευάσει ο πατέρας της, που ήταν ξακουστός ωρολογοποιός. Εκείνο το πρωί, πράγμα ασυνήθιστο, τα ρολόγια είχαν σταματήσει να δουλεύουν. Η Ιοκάστη ρώτησε γεμάτη περιέργεια: «Γιατί δεν δουλεύουν τα ρολόγια μπαμπά;» Ο μπαμπάς της πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά δίστασε να απαντήσει. «Πες μου μπαμπά! Μεγάλωσα πια! Πηγαίνω έκτη τώρα! Καταλαβαίνω πιο πολλά από όσα νομίζεις πως καταλαβαίνω! Πες μου!» Ο μπαμπάς της ξαφνιασμένος από το επαναστατικό ύφος της κόρης του πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα και είπε: «Άκου να δεις Ιοκάστη μου. Τα πράγματα είναι δύσκολα! Είναι επικίνδυνο να έχουμε τα ρολόγια ανοιχτά! Ο δικτάτορας αποφάσισε να μετατρέψει την πόλη μας σε μια μίζερη πόλη χωρίς ρολόγια! Λένε πως θα περάσει ένας νέος νόμος που θα απαγορεύει τα ρολόγια στην Ωρολογούπολη. Θα την μετονομάσουν σε Α-ωρολογούπολη!» Στο άκουσμα αυτών των λέξεων τα μάτια της Ιοκάστης δάκρυσαν. «Πώς θα αλλάξουν το σήμα κατατεθέν μας; Τι θα κάνουν όλοι οι ωρολογοποιοί;» σκέφτηκε. Παρέμεινε όμως σιωπηλή.
Κατά την διαδρομή στο σχολείο δεν έβγαλε άχνα. Σκεφτόταν τι θα έκανε η οικογένειά της τώρα που μπορεί το επάγγελμα του μπαμπά της να γινόταν «απαγορευμένο». Πρώτη και δεύτερη ώρα είχαν ιστορία ωρολογοποιίας. Ένα δάκρυ κύλησε στην ιδέα πως μπορεί σε λίγο να γινόταν μάθημα σκέτης ιστορίας. Τρίτη ώρα, τεστ ωρολογοποιίας. Το αγαπημένο μάθημα της Ιοκάστης. Μόλις μπήκε ο καθηγητής και μοίρασε τα τεστ, η Ιοκάστη ξεχάστηκε. Έγραψε το τεστ και τελείωσε πρώτη από όλους. Το παρέδωσε στο δάσκαλο και εκείνος, κατά τη συνήθειά του, το διόρθωσε αμέσως. Η Ιοκάστη περίμενε το αποτέλεσμα. Ο δάσκαλος την κοίταξε με ένα διάπλατο χαμόγελο και της ανακοίνωσε πως είχε πάρει 100%. Η Ιοκάστη ενθουσιάστηκε και ξέχασε κάθε έγνοια. Την επόμενη ώρα είχαν κοινωνική ζωή. Ο δάσκαλος μπήκε στην αίθουσα και με έναν βαρύ αναστεναγμό ανακοίνωσε πως σήμερα θα σχολούσαν νωρίτερα, καθώς κάτι πολύ σοβαρό είχε συμβεί. Κρύος ιδρώτας έλουσε την Ιοκάστη, με δυσκολία συγκράτησε τα δάκρυά της. Μπήκε στο σχολικό και κάθισε στην τελευταία θέση αγναντεύοντας τις παρυφές της Ωρολογουπόλεως ή μάλλον της πλέον Α-ωρολογουπόλεως.
Μπήκε στο σπίτι της και είδε τους τοίχους άδειους. Προχώρησε προς την κουζίνα, όπου είδε τους γονείς της να θρηνούν. «Έγινε! Δυστυχώς έγινε! » Η Ιοκάστη δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς της και του μπαμπά της. «Τι θα κάνεις τώρα μπαμπά; Τι θα απογίνει η επιχείρηση;» ρώτησε η Ιοκάστη γεμάτη αγωνία για την απάντηση του πατέρα της. Ο πατέρας της αναστέναξε και δεν έβγαλε άχνα. Η Ιοκάστη νευρίασε και ατμοί άρχισαν να βγαίνουν από τα αυτιά της. «Πόσο εξανίσταμαι με αυτόν τον άνθρωπο! Δεν είναι καθόλου περίνους πια! Δεν θα κορεστεί ποτέ με τη δυστυχία μας!» Αυτό συνέβαινε συχνά στην Ιοκάστη. Όταν θύμωνε, μιλούσε με περίτεχνο λεξιλόγιο. Το αποκαλούσε «κρίση λεξιλογίου».
Την επόμενη μέρα η Ιοκάστη δεν πήγε στο σχολείο και το ίδιο θα συνέβαινε και για το υπόλοιπο της ζωής της. Ο δικτάτορας Ευκλείδης είχε αποφασίσει να κλείσει το σχολείο της πόλης και να απαγορεύσει τη λειτουργία του. Στην καρδιά της Ιοκάστης όμως είχε ανάψει μια επαναστατική φλόγα. Ήθελε να πείσει το δικτάτορα να πάρει πίσω το νόμο.
Όσο περνούσε ο καιρός, αυτή η φλόγα φούντωνε, δυνάμωνε. Το είχε βάλει στόχο! Είχε αρχίσει να ξεσηκώνει τον κόσμο. Αρχικά -μετά από πολύωρη λογομαχία -ξεσήκωσε την οικογένειά της, η οποία είχε αναλάβει με την σειρά της να ξεσηκώσει κάποιους ενήλικες. Θα ήταν κάτι σαν την Φιλική Εταιρεία της Ελλάδας του ’21! Οι φίλοι της Ιοκάστης είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο κόλπο.
Όμως μια μέρα, η οποία φαινόταν ότι δεν θα ήταν ευνοϊκή, το σχέδιο ξεσκεπάστηκε! Για όλα έφταιγε η Περσεφόνη, μια υποτιθέμενη φίλη της Ιοκάστης η οποία είχε μπει στο κόλπο, αφού ο παρέρας της ήταν ωρολογοποιός. «Ο χαρακτήρας της φταίει!» είπε η Ιοκάστη. «Ούτε ένα μυστικό δεν μπορεί να κρατήσει.» Για να ρίξουμε λίγο φως στην υπόθεση. Μια βροχερή μέρα η Περσεφόνη είχε πάει τον κλασικό της περίπατο στην πλατεία του ρολογιού. Η Περσεφόνη έγραφε όλα της τα μυστικά και όλες της τις προσδοκίες στο ημερολόγιό της. Έχοντας ξεχάσει τα γραφόμενά της, που αφορούσαν την επανάσταση, ξεκίνησε να διαβάζει μεγαλόφωνα τις απόρρητες σελίδες του ημερολογίου της. Τότε ένα στενο πρόσωπο του δικτάτορα Ευκλείδη, ένας ωρολογοφρουρός την άκουσε και με μια ξαφνική κίνηση της άρπαξε το ημερολόγιο, τη φωτογράφισε και άρχισε να τρέχει. Η Περσεφόνη ένιωσε τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της. «Τι θα κάνω τώρα; Θα μας συλλάβουν όλους!»
Κάπως έτσι έγιναν τα γεγονότα ή τουλάχιστον έτσι τα διηγήθηκε η Περσεφόνη. Την επομένη του περιστατικού όλοι είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι της Ιοκάστης. Είχαν κλειδώσει τα παράθυρα και τις πόρτες. Είχαν κλείσει κάθε είσοδο. Η καρδιά της Ιοκάστης χτυπούσε δυνατά. Τι θα γινόταν άραγε; Θα τους συλλάμβαναν; Γιατί έκανε φίλη της την Περσεφόνη; Αυτές οι ερωτήσεις στριφογύριζαν στο κεφάλι της, όταν ακούστηκε ένας δυνατός κρότος.
Η Ιοκάστη σφίχτηκε, φοβήθηκε. Ο πατέρας της πλησίασε την πόρτα και με μια ήρεμη αλλά ταυτόχρονα βαριά φωνή ρώτησε: «Ποιος είναι;» Η απάντηση δεν άργησε να ειπωθεί. «Μην κάνετε τους ανήξερους! Ανοίξτε την πόρτα αμέσως!» Τότε ο πατέρας της Ιοκάστης γύρισε και την κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο περηφάνια. Της είπε να πάρει τα παιδιά και τις μαμάδες τους και να κρυφτούν στη σοφίτα. Της μιλησε στην συνθηματική γλώσσα που είχαν σκαρφιστεί, για να μην γίνουν αντιληπτοί. Έπειτα της ειπε με έναν τόνο υπερήφανο: «Να είσαι πάντα ακριβής σε ό,τι κάνεις! Αυτό κάνει έναν σωστό ωρολογοποιό.» Τότε ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της Ιοκάστης, αλλά δεν πτοήθηκε. Με ένα αποφασιστικό βλέμμα πήρε μαζί της τα γυναικόπαιδα και κρύφτηκαν στη σοφίτα. Μόλις είχαν φύγει, ο πατέρας της Ιοκάστης άνοιξε την πόρτα και μεμιάς δέκα στρατιώτες ξεχύθηκαν στο σπίτι. Το έκαναν φύλλο και φτερό. Ο αξιωματικός ρώτησε αν υπήρχαν άλλοι όροφοι. Ο πατέρας της Ιοκάστης παρατήρησε τον ανιχνευτή ψέματος και αναγκαστικά είπε την αλήθεια.
Στο μεταξύ, η Ιοκάστη και οι υπόλοιποι «επαναστάτες» είχαν κρυφτεί κάτω από ό,τι υπήρχε στη σοφίτα. Η Ιοκάστη ήταν σφιχτά αγκαλιασμένη με τη μαμά της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ξαφνικά άρχισαν να ακούγονται αρβύλες να ανεβαίνουν τις ξύλινες σκάλες. Η Ιοκάστη κουλουριάστηκε και έσφιξε τη μαμά της. «Σ’ αγαπώ μαμά.», είπε η Ιοκάστη. «Γιατί να γίνονται όλα αυτά; Μακάρι να μην είχα αυτή την ιδέα!», είπε η Ιοκάστη απελπισμένα. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και οι στρατιώτες μπήκαν αστραπιαία μέσα στο χώρο.
Τότε ακούστηκε το ξυπνητήρι και η Ιοκάστη πετάχτηκε από το κρεβάτι. Κατέβηκε μονομιάς τις σκάλες και είδε πως όλα ήταν στη θέση τους. Πήγε και αγκάλιασε τους γονείς της και τους είπε: «Μου αρέσει η ζωή μας!» Οι γονείς της κοιτάχτηκαν όλο απορία. «Θα σας εξηγήσω άλλη ώρα. Προς το παρόν ας απολαύσουμε τη στιγμή!»
Commentaires